- ύπαφρος
- και δ. γρφ. ὕποφρος, -ον, Α1. ο κάπως αφρώδης2. αυτός που έχει αφρούς από κάτω («καὶ τούτων οὐδὲν ὅτι οὐχ ὕπαφρόν ἐστι καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας», Ιπποκρ.)3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπαφροντὸ μὴ φανερόν ὕπαφρον λέγουσιν,... ἔνιοι κρύφιον καὶ ὕπουλον τὸ ὕπαφρον»4. φρ. «ὕπαφρον ὄμμα» — μάτι βρεγμένο ή θολωμένο από δάκρια (Ευρ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἀφρός (πρβλ. ἄν-αφρος)].
Dictionary of Greek. 2013.